- αιτιολογικός
- -ή, -ό (Α αἰτιολογικός, -ή, -όν [αἰτιολογῶ]1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ.νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το αιτιολογικότο δικαιολογητικό αποφάσεως ή αναγραφή μέσα στο σκεπτικό μιας αποφάσεως τών στοιχείων πάνω στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να βγάλει την κρίση τουαρχ.1. αυτός που αιτιολογεί το καθετί ερευνώντας τις αιτίες, τα αίτια που τό δημιουργούν2. το ουδ. ως ουσ. το αιτιολογητικόνέρευνα, διερεύνηση των αιτίων, δικαιολογητικό.
Dictionary of Greek. 2013.